- ἀγρυπνῇς
- ἀγρυπνέωlie awakepres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγρυπνία — και αγρύπνια, η (Α ἀγρυπνία) [ἄγρυπνος] το να μην κοιμάται κανείς τη νύχτα, αϋπνία, το ξαγρύπνημα μσν. νεοελλ. ολονύκτια εκκλησιαστική ακολουθία, που τελείται την παραμονή ορισμένων εορτών αρχ. το χρονικό διάστημα τής φρούρησης, τής σκοπιάς 2.… … Dictionary of Greek
Θεοτόκης, Κωνσταντίνος — (Κέρκυρα 1872 – 1923). Συγγραφέας. Πολυταξιδεμένος, πολυμαθής (σπούδασε φιλολογία, φυσικές επιστήμες, μαθηματικά, φιλοσοφία), γλωσσομαθέστατος (μετέφρασε Πλάτωνα, Αριστοφάνη, ινδική φιλολογία, Βιργίλιο, Λουκρήτιο, Σαίξπηρ, Γκέτε), οργάνωσε το… … Dictionary of Greek